“Τα διαφορετικά Χριστούγεννα”
Η Μαρία κάθε χρόνο
περίμενε τα Χριστούγεννα πώς και πώς. Με το που έμπαινε ο Νοέμβριος
άρχιζε να σκέφτεται τα δώρα, τα χαρούμενα πρόσωπα και το πρωί των
Χριστουγέννων που ξυπνούσε κάτω από τα χοντρά και ζέστα σκεπάσματά
της με την μυρωδιά των μελομακάρονων και τον ήχο των παιδιών που
τραγουδούσαν χαρούμενα τα κάλαντα. Αλλά εκείνη, βλέπεις, ήταν μικρή
και η μητριά της πάντα της έλεγε “'Αμα μεγαλώσεις θα πας” με την
ρώσικη προφορά να καλπάζει μέσα στις προτάσεις της, κοιτάζοντας την
με τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια που έκοβαν την ανάσα της Μαρίας.
Εκείνη η κυρία δεν είχε καμία σχέση με τη μαμά της. Και ο μπαμπάς
της, από την ώρα που η μαμά της έγινε συννεφάκι, είχε μία θάλασσα
γεμάτη μελαγχολία στα μάτια και τα καπάκια των ματιών του σκίαζαν
την λάμψη τους, αφού πάντα κοιτούσε χαμηλά και είχαν πέσει μαζί με
τα γκρίζα μαλιά του. Η Μαρία ποτε δεν κατάλαβε γιατί, αλλά είχε
ακούσει την θεία της να λεέι “Τον κακομοίρη τον Νίκο πότε δεν
ξεπέρασε την Άννα,
βουτηγμένος στην θλίψη είναι”...
Εκείνη την ημέρα, όμως, η
ίδια γυναίκα έτρεξε ξαφνικά μέσα στο σπίτι με λυγμούς και ουρλιαχτά:
“Νίκο μου, Νίκο μου” χτυπιόταν. Η Μαρία έτρεξε να δει τι
γίνεται.Τότε είδε τη Νατάσα και την θεία της να κλαίνε αγκαλιά.
Περίεργο, αφού αυτές οι δύο ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά. Τα χέρια της
Μαρίας έτρεμαν από φόβο και αγωνία. Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι,
της εκεί που κάποτε είχε μαλλιά - πριν βέβαια πάει στο νοσοκομείο
και ο κ.Ογκολόγος, όπως έλεγε η νοοσοκόμα, όταν φώναζε τον κύριο που
της έκανε αυτήν την εξέταση που την έκανε να χάσει τις καστανές της
μπούκλες και να καίγεται
ολόκληρη. Πέρασαν πολλές μέρες και όταν ρωτούσε “πού είναι ο μπαμπάς
μου;” όλοι της έλεγαν πως έχει γίνει συννεφάκι στον ουρανό. Α! και
τώρα τελευταία την φώναζαν με ένα επίθετο που καθόλου δεν της άρεσε,
παρόλο που δεν ήξερε τι σημαίνει “το ορφανό”. Η Νατάσα
εξαφανίστηκε, δεν ήξερε κανείς πού ήταν. Δεν ήρθε ούτε καν σε αυτή
την τελετή σε έναν χώρο με μάρμαρο και σταυρούς που όλοι έκλαιγαν
και φορούσαν μαύρα. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν τα πέρασε καθόλου
γιορτινά. 'Ολα γύρω της ήταν θλιμμένα και η ίδια είχε αδυνατίσει
τελείως. Το μόνο που έμεινε ήταν η τουρλωτή κοιλιά της. Η θεία της
δεν μπορούσε να την κρατήσει άλλο στο σπίτι κι έτσι ήρθε ένας κύριος
με δερμάτινο χαρτοφύλακα και την πήρε μαζί του σε ένα κτίριο με άλλα
πολλά παιδάκια που το όνομά του έμοιαζε με το παρατσούκλι που της
είχαν κολλήσει Το κτίριο αυτό, λοιπόν, λεγότανε ¨Ορφανοτροφείο”. 'Ολα
αυτά έγιναν ένα χρόνο πριν....
Τώρα ήρθαν πάλι τα
Χριστούγεννα και καθόταν στο σιδερένιο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δεν
ένιωθε όμως πολύ καλά. Για πρώτη φορά μέσα σε ένα χρόνο ένιωσε την
υγρασία των δακρύων στα μάγουλά της. Κοίταξε το δεντράκι στο δωμάτιο
και δίπλα την κοιμισμένη θεία της.'Επειτα κοίταξε το ημερολόγιο στον
τοίχο. Έλεγε 25 Δεκεμβρίου. Μετά ένιωσε περισσότερη υγρασία και
ευχήθηκε να ήταν όλα όπως παλιά. Πριν ο μπαμπάς και η μαμά γίνουν
σύννεφα. Πριν της πέσουν τα μαλλιά, πριν πάει σε αυτό το
παλιοορφανοτροφείο, πριν πάθει αυτόν τον καρκίνο. Τα ματάκια της
έκλεισαν. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα και πάνω στους ώμους της έπεφταν
καστανές μπούκλες. Ξαφνικά βρισκόταν στο γιορτινό σαλόνι της. Τα
λαμπάκια του δέντρου αναβόσβηναν, οι κουραμπιέδες και τα
μελαμακάρονα ήταν ακουμπσμένα επάνω στο κόκκινο τραπεζομάντηλο της
μαμάς . Δεν πίστευε στα μάτια της. Τότε ένιωσε δύο ζευγάρια χέρια να
την αγκαλιάζουν και να της ψιθυρίζουν “Καλά Χριστούγεννα!”. Φυσικά
ήταν οι γονείς της και όλα ήταν όπως παλιά. Το χαμόγελο, που μέχρι
τώρα είχε ξεχάσει, δεν άφηνε τα χείλη της.
Χαμογέλασε, λοιπόν και
στον ύπνο της, από τον οποίο δεν ξύπνησε ποτέ....
Για
τον αδερφό μου Βαγγέλη, που είναι ένα όμορφο αγγελούδι στον ουρανό
|